Δικάζω στα ρουμανικά

Μετάφραση: δικάζω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
judeca, judecător, judecator, judecătorului, judecătorul, judecător de
Δικάζω στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικάζω

δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω translated, δικάζω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, δικάζω στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • διηθώ στα ρουμανικά - rasă, arie, filtru, infiltra, infiltrat, infiltreze, se infiltreze, ...
  • διθυραμβικός στα ρουμανικά - ditirambic
  • δικαίωμα στα ρουμανικά - dreapta, drept, corect, corecta, chiar, dreptate
  • δικαιοδοσία στα ρουμανικά - jurisdicţie, competență, competența, jurisdicția, jurisdicție, competența judiciară
Τυχαίες λέξεις
Δικάζω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: judeca, judecător, judecator, judecătorului, judecătorul, judecător de