Δικάζω στα εσθονικά

Μετάφραση: δικάζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kohtunik, otsustama, kohtuniku, kohtunikule, kohtunikul
Δικάζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικάζω

δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω translated, δικάζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, δικάζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διηθώ στα εσθονικά - imbuma, filtreerima, tõug, venitus, filter, pinge, infiltreeruma, ...
  • διθυραμβικός στα εσθονικά - märatsema, sonima, dithyrambic
  • δικαίωμα στα εσθονικά - otse, sirgestama, õigus, õige, paremale, paremal, parem
  • δικαιοδοσία στα εσθονικά - pädevus, jurisdiktsioon, alluvusala, kohtualluvus, jurisdiktsiooni, kohtualluvuse
Τυχαίες λέξεις
Δικάζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kohtunik, otsustama, kohtuniku, kohtunikule, kohtunikul