Εξουσιοδότηση στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εξουσιοδότηση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
упълномощаване, разрешение, разрешение за, разрешително, на разрешение
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξουσιοδότηση
εξουσιοδότηση έντυπο, εξουσιοδότηση δεη, εξουσιοδότηση δικηγόρου, εξουσιοδότηση word, εξουσιοδότηση για ποινικό, εξουσιοδότηση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εξουσιοδότηση στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εξουσιοδοτούμαι στα βουλγαρικά - съм, аз
- εξουσιοδοτώ στα βουλγαρικά - разреши, разрешават, разрешат, да разреши, да разрешат
- εξοχή στα βουλγαρικά - нация, страна, родина, провинцията, район, природа, селски, ...
- εξτρεμιστής στα βουλγαρικά - екстремист, екстремистка, екстремистки, екстремистката, екстремистките
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιοδότηση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: упълномощаване, разрешение, разрешение за, разрешително, на разрешение
Μεταφράσεις: упълномощаване, разрешение, разрешение за, разрешително, на разрешение