Εξουσιοδότηση στα ουκρανικά
Μετάφραση: εξουσιοδότηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
комісія, призначити, дозвіл, роздільна здатність, здатність, вирішення, роздільну здатність
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξουσιοδότηση
εξουσιοδότηση έντυπο, εξουσιοδότηση δεη, εξουσιοδότηση δικηγόρου, εξουσιοδότηση word, εξουσιοδότηση για ποινικό, εξουσιοδότηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εξουσιοδότηση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εξουσιοδοτούμαι στα ουκρανικά - перевертає, Я уповноважений
- εξουσιοδοτώ στα ουκρανικά - довіряти, повірити, уповноважте, уповноважити, уповноважувати, санкціонувати
- εξοχή στα ουκρανικά - периферія, область, провінція, батьківщина, караван-сарай, сільська місцевість
- εξτρεμιστής στα ουκρανικά - екстреміст
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιοδότηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: комісія, призначити, дозвіл, роздільна здатність, здатність, вирішення, роздільну здатність
Μεταφράσεις: комісія, призначити, дозвіл, роздільна здатність, здатність, вирішення, роздільну здатність