Εξουσιοδότηση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εξουσιοδότηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
comissão, comité, junta, autorização, autorização de, de autorização, a autorização, autorização de introdução
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξουσιοδότηση
εξουσιοδότηση έντυπο, εξουσιοδότηση δεη, εξουσιοδότηση δικηγόρου, εξουσιοδότηση word, εξουσιοδότηση για ποινικό, εξουσιοδότηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εξουσιοδότηση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εξουσιοδοτούμαι στα πορτογαλικά - ungir, inverter, investir, estou, sou, am, tenho, ...
- εξουσιοδοτώ στα πορτογαλικά - acredite, autorizar, autoriza, autorizam, autorizar a, autorizar o
- εξοχή στα πορτογαλικά - terra, nação, gente, área, país, povo, campo, ...
- εξτρεμιστής στα πορτογαλικά - extremista, extremistas, extrema, extremismo, extremist
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιοδότηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: comissão, comité, junta, autorização, autorização de, de autorização, a autorização, autorização de introdução
Μεταφράσεις: comissão, comité, junta, autorização, autorização de, de autorização, a autorização, autorização de introdução