Εξουσιοδότηση στα ισπανικά

Μετάφραση: εξουσιοδότηση, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
comisión, comité, encargo, encargar, autorización, la autorización, autorización de, de autorización, una autorización
Εξουσιοδότηση στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξουσιοδότηση

εξουσιοδότηση έντυπο, εξουσιοδότηση δεη, εξουσιοδότηση δικηγόρου, εξουσιοδότηση word, εξουσιοδότηση για ποινικό, εξουσιοδότηση λεξικό γλώσσας ισπανικά, εξουσιοδότηση στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • εξουσιοδοτούμαι στα ισπανικά - invertir, revestir, colocar, situar, estoy autorizado, he autorizado, estoy autorizada, ...
  • εξουσιοδοτώ στα ισπανικά - facultar, autorizar, acreditar, apoderar, autorizar a, autorizará, autorice, ...
  • εξοχή στα ισπανικά - nación, país, campaña, pueblo, campo, campiña, paisaje, ...
  • εξτρεμιστής στα ισπανικά - extremista, extremistas, extremista de, extrema, de extrema
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιοδότηση στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: comisión, comité, encargo, encargar, autorización, la autorización, autorización de, de autorización, una autorización