Εξουσιοδότηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: εξουσιοδότηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
comité, commissie, boodschap, afvaardiging, delegatie, opdracht, machtiging, autorisatie, volmacht, vergunning, toestemming
Εξουσιοδότηση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξουσιοδότηση

εξουσιοδότηση έντυπο, εξουσιοδότηση δεη, εξουσιοδότηση δικηγόρου, εξουσιοδότηση word, εξουσιοδότηση για ποινικό, εξουσιοδότηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εξουσιοδότηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εξουσιοδοτούμαι στα ολλανδικά - beleggen, inhuldigen, investeren, ben, am, ik, heb, ...
  • εξουσιοδοτώ στα ολλανδικά - accrediteren, machtigen, autoriseren, autorisatie, toestaan, autorisatie op
  • εξοχή στα ολλανδικά - verspreidingsgebied, oppervlakte, platteland, natie, land, gebied, areaal, ...
  • εξτρεμιστής στα ολλανδικά - extremistische, extremistisch, extremist, extreme, extremisten
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιοδότηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: comité, commissie, boodschap, afvaardiging, delegatie, opdracht, machtiging, autorisatie, volmacht, vergunning, toestemming