Εξουσιοδότηση στα λευκορωσικά
Μετάφραση: εξουσιοδότηση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дазвол, разрозненне, вырашэнне, раздзяленне, дазволу
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξουσιοδότηση
εξουσιοδότηση έντυπο, εξουσιοδότηση δεη, εξουσιοδότηση δικηγόρου, εξουσιοδότηση word, εξουσιοδότηση για ποινικό, εξουσιοδότηση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εξουσιοδότηση στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- εξουσιοδοτούμαι στα λευκορωσικά - Я
- εξουσιοδοτώ στα λευκορωσικά - санкцыянаваць, санкыянаваць, санкцыяніраваць, ці санкцыянаваць
- εξοχή στα λευκορωσικά - край, вёска, сельская мясцовасць
- εξτρεμιστής στα λευκορωσικά - экстрэміст, экстрыміст
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιοδότηση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: дазвол, разрозненне, вырашэнне, раздзяленне, дазволу
Μεταφράσεις: дазвол, разрозненне, вырашэнне, раздзяленне, дазволу