Εξουσιοδότηση στα νορβηγικά
Μετάφραση: εξουσιοδότηση, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kommisjon, provisjon, autorisasjon, Fullmakten, fullmakt, tillatelse, godkjenning
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξουσιοδότηση
εξουσιοδότηση έντυπο, εξουσιοδότηση δεη, εξουσιοδότηση δικηγόρου, εξουσιοδότηση word, εξουσιοδότηση για ποινικό, εξουσιοδότηση λεξικό γλώσσας νορβηγικά, εξουσιοδότηση στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- εξουσιοδοτούμαι στα νορβηγικά - investere, er, am, jeg
- εξουσιοδοτώ στα νορβηγικά - autorisere, godkjenne, fullmakt, autoriserer
- εξοχή στα νορβηγικά - land, landsbygda, landskapet, landskap, landsbygden, naturen
- εξτρεμιστής στα νορβηγικά - ekstremistisk, ekstremist, ekstremistiske, ekstremister
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιοδότηση στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: kommisjon, provisjon, autorisasjon, Fullmakten, fullmakt, tillatelse, godkjenning
Μεταφράσεις: kommisjon, provisjon, autorisasjon, Fullmakten, fullmakt, tillatelse, godkjenning