Εξουσιοδότηση στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: εξουσιοδότηση, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
овластување, авторизација, овластувањето, дозвола, одобрение
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξουσιοδότηση
εξουσιοδότηση έντυπο, εξουσιοδότηση δεη, εξουσιοδότηση δικηγόρου, εξουσιοδότηση word, εξουσιοδότηση για ποινικό, εξουσιοδότηση λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εξουσιοδότηση στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- εξουσιοδοτούμαι στα σλαβομακεδονικά - сум, ми
- εξουσιοδοτώ στα σλαβομακεδονικά - овласти, го овласти, овластат, одобрат, да одобри
- εξοχή στα σλαβομακεδονικά - земјата, село, селата, селски, села, руралните
- εξτρεμιστής στα σλαβομακεδονικά - екстремистички, екстремистичка, екстремистичките, екстремист, екстремистичката
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιοδότηση στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: овластување, авторизација, овластувањето, дозвола, одобрение
Μεταφράσεις: овластување, авторизација, овластувањето, дозвола, одобрение