Αιχμαλωσία στα αλβανικά
Μετάφραση: αιχμαλωσία, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kap, robëri, robërit, në robëri, mërgimtarët, Robëria
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιχμαλωσία
αιχμαλωσία δελφινιών, λειβαδιτησ αιχμαλωσία, ονειροκρίτης αιχμαλωσία, βαβυλώνια αιχμαλωσία, αιχμαλωσία της αβινιόν, αιχμαλωσία λεξικό γλώσσας αλβανικά, αιχμαλωσία στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- αιχμάλωτος στα αλβανικά - rob, robëri, robër, në robëri, si robër
- αιχμή στα αλβανικά - pikë, majë, pik, kulmin, pikut, e pikut, piku
- αιχμαλωτίζω στα αλβανικά - kap, kapja, capture, kapur, kapja e, kapjen
- αιχμηρός στα αλβανικά - me gjemba, gjemba
Τυχαίες λέξεις
Αιχμαλωσία στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: kap, robëri, robërit, në robëri, mërgimtarët, Robëria
Μεταφράσεις: kap, robëri, robërit, në robëri, mërgimtarët, Robëria