Αιχμαλωσία στα λετονικά
Μετάφραση: αιχμαλωσία, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gūsts, nebrīvē, nebrīve, nebrīvi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιχμαλωσία
αιχμαλωσία δελφινιών, λειβαδιτησ αιχμαλωσία, ονειροκρίτης αιχμαλωσία, βαβυλώνια αιχμαλωσία, αιχμαλωσία της αβινιόν, αιχμαλωσία λεξικό γλώσσας λετονικά, αιχμαλωσία στα λετονικά
Μεταφράσεις
- αιχμάλωτος στα λετονικά - ieslodzītais, gūsteknis, cietumnieks, nebrīvē, nebrīvē turētu, gūstā, kaptīvā
- αιχμή στα λετονικά - detaļa, punkts, sīkums, virsotne, maksimālā, pīķa, maksimālais, ...
- αιχμαλωτίζω στα λετονικά - sagūstīt, sagūstīšana, uztveršanas, uztveršana, uztveršanu
- αιχμηρός στα λετονικά - dzēlīgs, ti veidojas
Τυχαίες λέξεις
Αιχμαλωσία στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: gūsts, nebrīvē, nebrīve, nebrīvi
Μεταφράσεις: gūsts, nebrīvē, nebrīve, nebrīvi