Αιχμαλωσία στα τούρκικα
Μετάφραση: αιχμαλωσία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
haciz, esaret, tutsaklık, esareti, tutsaklığı
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιχμαλωσία
αιχμαλωσία δελφινιών, λειβαδιτησ αιχμαλωσία, ονειροκρίτης αιχμαλωσία, βαβυλώνια αιχμαλωσία, αιχμαλωσία της αβινιόν, αιχμαλωσία λεξικό γλώσσας τούρκικα, αιχμαλωσία στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αιχμάλωτος στα τούρκικα - esir, tutucu, tutsak, captive, sabitleme
- αιχμή στα τούρκικα - doruk, nokta, benek, ayrıntı, tepe, bahşiş, zirve, ...
- αιχμαλωτίζω στα τούρκικα - haciz, ele geçirmek, yakalama, çekim, yakalamanız, yakalamak
- αιχμηρός στα τούρκικα - dikenli, sivri uçlu, spiky, sivri, keskin
Τυχαίες λέξεις
Αιχμαλωσία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: haciz, esaret, tutsaklık, esareti, tutsaklığı
Μεταφράσεις: haciz, esaret, tutsaklık, esareti, tutsaklığı