Αιχμαλωσία στα δανικά
Μετάφραση: αιχμαλωσία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fange, fangenskab, fangenskab med, Fangenskabet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιχμαλωσία
αιχμαλωσία δελφινιών, λειβαδιτησ αιχμαλωσία, ονειροκρίτης αιχμαλωσία, βαβυλώνια αιχμαλωσία, αιχμαλωσία της αβινιόν, αιχμαλωσία λεξικό γλώσσας δανικά, αιχμαλωσία στα δανικά
Μεταφράσεις
- αιχμάλωτος στα δανικά - fange, fangenskab, bundne, i fangenskab, den bundne
- αιχμή στα δανικά - top, punkt, tå, spids, prik, drikkepenge, peak, ...
- αιχμαλωτίζω στα δανικά - fange, capture, opsamling, indfangning, fangst
- αιχμηρός στα δανικά - spids, spiky, strittende, piggede, stikkende
Τυχαίες λέξεις
Αιχμαλωσία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fange, fangenskab, fangenskab med, Fangenskabet
Μεταφράσεις: fange, fangenskab, fangenskab med, Fangenskabet