Αιχμαλωσία στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: αιχμαλωσία, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заробеништво, ропство, заробеноста, ропството, заробеништвото
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιχμαλωσία
αιχμαλωσία δελφινιών, λειβαδιτησ αιχμαλωσία, ονειροκρίτης αιχμαλωσία, βαβυλώνια αιχμαλωσία, αιχμαλωσία της αβινιόν, αιχμαλωσία λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αιχμαλωσία στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- αιχμάλωτος στα σλαβομακεδονικά - заробеништво, заробеник, во заробеништво, заробена, заробените
- αιχμή στα σλαβομακεδονικά - врвот, врв, шпицот, врв на, шпицот на
- αιχμαλωτίζω στα σλαβομακεδονικά - фаќање, фаќањето, снимање, заробување, фати
- αιχμηρός στα σλαβομακεδονικά - заострен, некласични
Τυχαίες λέξεις
Αιχμαλωσία στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: заробеништво, ропство, заробеноста, ропството, заробеништвото
Μεταφράσεις: заробеништво, ропство, заробеноста, ропството, заробеништвото