Αναγωγή στα αλβανικά
Μετάφραση: αναγωγή, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
reduktim, ulje, zvogëlim, reduktimi, zvogëlimi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναγωγή
αναγωγή στη δεκαδική κλασματική μονάδα, αναγωγή μηνιαίου μισθού σε ημερομίσθιο, αναγωγή στη μονάδα δ δημοτικού, αναγωγή στα αγγλικά, αναγωγή ετυμολογία, αναγωγή λεξικό γλώσσας αλβανικά, αναγωγή στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- αναγνώριση στα αλβανικά - njohje, njohja, njohjen, njohjes, njohja e
- αναγνώστης στα αλβανικά - lexues, lexuesi, lexuesit, lexues i, lexuesin
- αναγόρευση στα αλβανικά - emërim, Emërimi, nominim, nominimi, Emërimi i
- αναδάσωση στα αλβανικά - ripyllëzimit, ripyllëzimi, ripyllëzimin, ripyllėzimit, pyllëzimit
Τυχαίες λέξεις
Αναγωγή στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: reduktim, ulje, zvogëlim, reduktimi, zvogëlimi
Μεταφράσεις: reduktim, ulje, zvogëlim, reduktimi, zvogëlimi