Αναγωγή στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αναγωγή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
referência, bobinar, citação, vacilar, redução, redução de, diminuição, de redução, a redução
Αναγωγή στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναγωγή

αναγωγή στη δεκαδική κλασματική μονάδα, αναγωγή μηνιαίου μισθού σε ημερομίσθιο, αναγωγή στη μονάδα δ δημοτικού, αναγωγή στα αγγλικά, αναγωγή ετυμολογία, αναγωγή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αναγωγή στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αναγνώριση στα πορτογαλικά - reconhecimento, o reconhecimento, reconhecimento de, de reconhecimento, do reconhecimento
  • αναγνώστης στα πορτογαλικά - lido, ler, assinante, leitor, leitor de, leitores, leitora, ...
  • αναγόρευση στα πορτογαλικά - eleição, eleito, nomeação, indicação, indicação ao, candidatura, nominação
  • αναδάσωση στα πορτογαλικά - reflorestamento, reflorestação, de reflorestamento, o reflorestamento, reflorestamentos
Τυχαίες λέξεις
Αναγωγή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: referência, bobinar, citação, vacilar, redução, redução de, diminuição, de redução, a redução