Αναγωγή στα σουηδικά

Μετάφραση: αναγωγή, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
reduktion, referens, minskning, minskningen, nedsättning, sänkning
Αναγωγή στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναγωγή

αναγωγή στη δεκαδική κλασματική μονάδα, αναγωγή μηνιαίου μισθού σε ημερομίσθιο, αναγωγή στη μονάδα δ δημοτικού, αναγωγή στα αγγλικά, αναγωγή ετυμολογία, αναγωγή λεξικό γλώσσας σουηδικά, αναγωγή στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • αναγνώριση στα σουηδικά - erkännande, erkännandet, erkänna, ett erkännande, godkännande
  • αναγνώστης στα σουηδικά - läsare, läsaren
  • αναγόρευση στα σουηδικά - val, utnämning, nominering, nominerings, nomineringen, utnämningen
  • αναδάσωση στα σουηδικά - återbeskogning, återplantering av skog, återplantering, skogsplantering, nyplantering av skog
Τυχαίες λέξεις
Αναγωγή στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: reduktion, referens, minskning, minskningen, nedsättning, sänkning