Αναγωγή στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αναγωγή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
цитат, справка, намаление, намаляване, намаляване на, редукция, намаляването на
Αναγωγή στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναγωγή

αναγωγή στη δεκαδική κλασματική μονάδα, αναγωγή μηνιαίου μισθού σε ημερομίσθιο, αναγωγή στη μονάδα δ δημοτικού, αναγωγή στα αγγλικά, αναγωγή ετυμολογία, αναγωγή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αναγωγή στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αναγνώριση στα βουλγαρικά - признаване, признание, разпознаване, признаването, разпознаване на
  • αναγνώστης στα βουλγαρικά - четец, читател, четец на, четец за, четящо
  • αναγόρευση στα βουλγαρικά - избори, назначаване, номинация, номинация за, номиниране, номинацията
  • αναδάσωση στα βουλγαρικά - залесяване, презалесяване, повторното залесяване, повторно залесяване, презалесяването
Τυχαίες λέξεις
Αναγωγή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: цитат, справка, намаление, намаляване, намаляване на, редукция, намаляването на