Αναγωγή στα ισλανδικά

Μετάφραση: αναγωγή, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lækkun, minnkun, minnka, draga, að minnka
Αναγωγή στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναγωγή

αναγωγή στη δεκαδική κλασματική μονάδα, αναγωγή μηνιαίου μισθού σε ημερομίσθιο, αναγωγή στη μονάδα δ δημοτικού, αναγωγή στα αγγλικά, αναγωγή ετυμολογία, αναγωγή λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αναγωγή στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αναγνώριση στα ισλανδικά - viðurkenning, viðurkenningu, orðstír, viðurkenningar, bera kennsl
  • αναγνώστης στα ισλανδικά - dósent, lesandi, lesandinn, lesandanum, lesendur, lesari
  • αναγόρευση στα ισλανδικά - kjör, tilnefning, tilnefningu, tilnefningar, Útnefning, Útnefningin
  • αναδάσωση στα ισλανδικά - skógrækt
Τυχαίες λέξεις
Αναγωγή στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: lækkun, minnkun, minnka, draga, að minnka