Αναγωγή στα λιθουανικά
Μετάφραση: αναγωγή, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mažinimas, sumažinimas, sumažinti, mažinimo, sumažėjimas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναγωγή
αναγωγή στη δεκαδική κλασματική μονάδα, αναγωγή μηνιαίου μισθού σε ημερομίσθιο, αναγωγή στη μονάδα δ δημοτικού, αναγωγή στα αγγλικά, αναγωγή ετυμολογία, αναγωγή λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αναγωγή στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αναγνώριση στα λιθουανικά - pripažinimas, pripažinimo, pripažinimą, pripažinti, atpažinimo
- αναγνώστης στα λιθουανικά - skaitytojas, Reader, skaitytuvas, skaitytojui
- αναγόρευση στα λιθουανικά - rinkimai, skyrimas, paskyrimas, nominacija, kandidatūra, Skyrimo
- αναδάσωση στα λιθουανικά - miškų atželdinimas, miško atželdinimo, miškų atsodinimo, miško atkūrimas, atželdinimas
Τυχαίες λέξεις
Αναγωγή στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: mažinimas, sumažinimas, sumažinti, mažinimo, sumažėjimas
Μεταφράσεις: mažinimas, sumažinimas, sumažinti, mažinimo, sumažėjimas