Αναγωγή στα λευκορωσικά

Μετάφραση: αναγωγή, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скарачэнне
Αναγωγή στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναγωγή

αναγωγή στη δεκαδική κλασματική μονάδα, αναγωγή μηνιαίου μισθού σε ημερομίσθιο, αναγωγή στη μονάδα δ δημοτικού, αναγωγή στα αγγλικά, αναγωγή ετυμολογία, αναγωγή λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αναγωγή στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • αναγνώριση στα λευκορωσικά - прызнанне, прызнаньне
  • αναγνώστης στα λευκορωσικά - чытач
  • αναγόρευση στα λευκορωσικά - прызначэнне, назначэнне, прызначэньне
  • αναδάσωση στα λευκορωσικά - аднаўленне, ўзнаўленне, аднаўленьне, узнаўленне, аднаўлення
Τυχαίες λέξεις
Αναγωγή στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: скарачэнне