Αναγωγή στα σλοβενικά

Μετάφραση: αναγωγή, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
popust, zmanjšanje, znižanje, zmanjševanje, zmanjšanja, znižanja
Αναγωγή στα σλοβενικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναγωγή

αναγωγή στη δεκαδική κλασματική μονάδα, αναγωγή μηνιαίου μισθού σε ημερομίσθιο, αναγωγή στη μονάδα δ δημοτικού, αναγωγή στα αγγλικά, αναγωγή ετυμολογία, αναγωγή λεξικό γλώσσας σλοβενικά, αναγωγή στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • αναγνώριση στα σλοβενικά - poznání, priznanje, priznavanje, prepoznavanje, priznavanja, priznavanju
  • αναγνώστης στα σλοβενικά - bralec, bralnik, reader, čitalnik, čitalec
  • αναγόρευση στα σλοβενικά - nominacija, nominacijo, imenovanje, imenovanja, za imenovanja
  • αναδάσωση στα σλοβενικά - pogozdovanja, ponovno pogozdovanje, pogozdovanja v, obnove gozdov, obnove gozdov v
Τυχαίες λέξεις
Αναγωγή στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: popust, zmanjšanje, znižanje, zmanjševanje, zmanjšanja, znižanja