Βόσκω στα αλβανικά
Μετάφραση: βόσκω, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
Browsing, shfletim, shfletimit, shfletimin, Shfletimi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βόσκω
βόσκω αγγλικά, βόσκω συνώνυμα, δεν ξαναβόσκω, βόσκω λεξικό γλώσσας αλβανικά, βόσκω στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- βόρβορος στα αλβανικά - pleh, muck, baltë, lerë, pisllëk
- βόρειος στα αλβανικά - veri, në veri, veriu, veriore, veriut
- βότανο στα αλβανικά - barishte, barishte të, erëza, bima, bar mjekësor
- βότσαλο στα αλβανικά - guralec, guralecë, me guralecë, suva e ashpër, guriçkë
Τυχαίες λέξεις
Βόσκω στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: Browsing, shfletim, shfletimit, shfletimin, Shfletimi
Μεταφράσεις: Browsing, shfletim, shfletimit, shfletimin, Shfletimi