Βόσκω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: βόσκω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
encanecer, paste, pastar, pardo, cinzento, browsing, Navegação, Percorrer, Navegando, Navegar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βόσκω
βόσκω αγγλικά, βόσκω συνώνυμα, δεν ξαναβόσκω, βόσκω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βόσκω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- βόρβορος στα πορτογαλικά - lamas, muito, assaz, lodo, lama, quase, estrumar, ...
- βόρειος στα πορτογαλικά - norte, ao norte, North, do Norte, o norte
- βότανο στα πορτογαλικά - erva, herb, ervas, de ervas, da erva
- βότσαλο στα πορτογαλικά - reluzir, telha, brilhar, resplandecer, seixo, calhau, pebble, ...
Τυχαίες λέξεις
Βόσκω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: encanecer, paste, pastar, pardo, cinzento, browsing, Navegação, Percorrer, Navegando, Navegar
Μεταφράσεις: encanecer, paste, pastar, pardo, cinzento, browsing, Navegação, Percorrer, Navegando, Navegar