Βόσκω στα ισλανδικά

Μετάφραση: βόσκω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
beita, beit, þú vafrar, vafrar, vefskoðun, vafrað
Βόσκω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βόσκω

βόσκω αγγλικά, βόσκω συνώνυμα, δεν ξαναβόσκω, βόσκω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, βόσκω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • βόρβορος στα ισλανδικά - efja, for, Muck
  • βόρειος στα ισλανδικά - norður, North, norðan, fyrir norðan
  • βότανο στα ισλανδικά - jurt, kryddjurt, Jurtin, jurt sem, grasalyf
  • βότσαλο στα ισλανδικά - Pebble, steinvala
Τυχαίες λέξεις
Βόσκω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: beita, beit, þú vafrar, vafrar, vefskoðun, vafrað