Βόσκω στα τούρκικα
Μετάφραση: βόσκω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
otlamak, Tarama, Browsing, gözatma, göz atma, gezinme
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βόσκω
βόσκω αγγλικά, βόσκω συνώνυμα, δεν ξαναβόσκω, βόσκω λεξικό γλώσσας τούρκικα, βόσκω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- βόρβορος στα τούρκικα - bataklık, batak, çamur, gübre, Muck, pislik, pasa
- βόρειος στα τούρκικα - kuzey, kuzeyinde
- βότανο στα τούρκικα - ot, bitki, herb, bitkidir, otu
- βότσαλο στα τούρκικα - çakıl, çakıl taşlı, çakıllı, çakıl taşı, pebble
Τυχαίες λέξεις
Βόσκω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: otlamak, Tarama, Browsing, gözatma, göz atma, gezinme
Μεταφράσεις: otlamak, Tarama, Browsing, gözatma, göz atma, gezinme