Βόσκω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: βόσκω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Сурфање, Бараат, прелистување, Сурфање со, Барање на
Βόσκω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βόσκω

βόσκω αγγλικά, βόσκω συνώνυμα, δεν ξαναβόσκω, βόσκω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, βόσκω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • βόρβορος στα σλαβομακεδονικά - калот, МУК, секрети, затегнувањето, нешто гадно, Muck
  • βόρειος στα σλαβομακεδονικά - Северна, север, на север, северно, северниот
  • βότανο στα σλαβομακεδονικά - билка, билки, трева, билката, тревка
  • βότσαλο στα σλαβομακεδονικά - сончана, камче, песочна, чакал, песочни
Τυχαίες λέξεις
Βόσκω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: Сурфање, Бараат, прелистување, Сурфање со, Барање на