Βόσκω στα ουγγρικά

Μετάφραση: βόσκω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
böngészés, böngészése, böngészési, böngészést, böngészéshez
Βόσκω στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βόσκω

βόσκω αγγλικά, βόσκω συνώνυμα, δεν ξαναβόσκω, βόσκω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, βόσκω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • βόρβορος στα ουγγρικά - savgyanta, csatornaiszap, savkátrány, zsibvásár, vörösvérsejt-halmaz, komposzt, trágya, ...
  • βόρειος στα ουγγρικά - északi, északra, észak, északon
  • βότανο στα ουγγρικά - növény, gyógynövény, gyógyfüves, herb, fűszernövény
  • βότσαλο στα ουγγρικά - névtábla, bubifrizura, kavics, kavicsos, apró kavicsos, apró kavics, aprókavicsos
Τυχαίες λέξεις
Βόσκω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: böngészés, böngészése, böngészési, böngészést, böngészéshez