Αιτιατική στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αιτιατική, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обвинителен, винителен, винителен падеж
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιτιατική
αιτιατική ν, αιτιατική του ποσού, αιτιατική δοτική, αιτιατική πτώση, αιτιατική στα γερμανικά, αιτιατική λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αιτιατική στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αισχρός στα βουλγαρικά - мръсен, похотлив, неприличен, пикантни, похотливо
- αιτία στα βουλγαρικά - благоразумие, повод, умереност, кауза, причина, причинно, основание
- αιτιολογία στα βουλγαρικά - оправдание, умереност, благоразумие, разсъждаване, доводи, аргументи, мотиви, ...
- αιτιολογώ στα βουλγαρικά - рационализирам, рационализира, рационализиране, се рационализира, рационализират
Τυχαίες λέξεις
Αιτιατική στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: обвинителен, винителен, винителен падеж
Μεταφράσεις: обвинителен, винителен, винителен падеж