Αιτιατική στα νορβηγικά
Μετάφραση: αιτιατική, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
akkusativ, accusative, i akkusativ
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιτιατική
αιτιατική ν, αιτιατική του ποσού, αιτιατική δοτική, αιτιατική πτώση, αιτιατική στα γερμανικά, αιτιατική λεξικό γλώσσας νορβηγικά, αιτιατική στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- αισχρός στα νορβηγικά - uanstendig, slett, ondskapsfull, ren, tykk, slibrig, klar, ...
- αιτία στα νορβηγικά - rimelighet, forårsake, årsak, grunn, årsaken, sak, føre
- αιτιολογία στα νορβηγικά - grunn, rimelighet, årsak, resonnement, begrunnelsen, resonnementer, resonnering, ...
- αιτιολογώ στα νορβηγικά - rasjonalisere, effektivisere, rationalize, å rasjonalisere, bortforklare
Τυχαίες λέξεις
Αιτιατική στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: akkusativ, accusative, i akkusativ
Μεταφράσεις: akkusativ, accusative, i akkusativ