Αιτιατική στα ισλανδικά
Μετάφραση: αιτιατική, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þolfall, þolfalli, þolfalli eða
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιτιατική
αιτιατική ν, αιτιατική του ποσού, αιτιατική δοτική, αιτιατική πτώση, αιτιατική στα γερμανικά, αιτιατική λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αιτιατική στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αισχρός στα ισλανδικά - salacious
- αιτία στα ισλανδικά - vit, orsök, ástæða, valdið, valda, veldur
- αιτιολογία στα ισλανδικά - vit, orsök, ástæða, reasoning, rökstuðningur, rökhugsun, rökstuðning, ...
- αιτιολογώ στα ισλανδικά - hagræða, hagræða í, rökstyðja, að hagræða, réttlæta
Τυχαίες λέξεις
Αιτιατική στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: þolfall, þolfalli, þolfalli eða
Μεταφράσεις: þolfall, þolfalli, þolfalli eða