Αιτιατική στα τσεχικά
Μετάφραση: αιτιατική, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
akuzativ, akuzativu, accusative, akuzativem, akuzativní
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιτιατική
αιτιατική ν, αιτιατική του ποσού, αιτιατική δοτική, αιτιατική πτώση, αιτιατική στα γερμανικά, αιτιατική λεξικό γλώσσας τσεχικά, αιτιατική στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- αισχρός στα τσεχικά - plný, celkový, nemravný, sprostý, korpulentní, tlustý, necudný, ...
- αιτία στα τσεχικά - pře, působit, přimět, oprávnění, příčina, způsobit, rozum, ...
- αιτιολογία στα τσεχικά - právo, odůvodnění, oprávnění, rozum, rozumný, příčina, obrana, ...
- αιτιολογώ στα τσεχικά - racionalizovat, racionalizaci, racionalizace, zefektivnit, zracionalizovat
Τυχαίες λέξεις
Αιτιατική στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: akuzativ, akuzativu, accusative, akuzativem, akuzativní
Μεταφράσεις: akuzativ, akuzativu, accusative, akuzativem, akuzativní