Αιτιατική στα δανικά
Μετάφραση: αιτιατική, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
akkusativ, akk., akkusativen, akk
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιτιατική
αιτιατική ν, αιτιατική του ποσού, αιτιατική δοτική, αιτιατική πτώση, αιτιατική στα γερμανικά, αιτιατική λεξικό γλώσσας δανικά, αιτιατική στα δανικά
Μεταφράσεις
- αισχρός στα δανικά - grusom, slibrige, lysten, lystne, kigge i underlødige blade
- αιτία στα δανικά - bevæggrund, grund, anledning, fornuft, årsag, årsagen, sag, ...
- αιτιολογία στα δανικά - anledning, årsag, fornuft, bevæggrund, grund, ræsonnement, begrundelse, ...
- αιτιολογώ στα δανικά - rationalisere, rationalisering, rationalisering af, at rationalisere, en rationalisering
Τυχαίες λέξεις
Αιτιατική στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: akkusativ, akk., akkusativen, akk
Μεταφράσεις: akkusativ, akk., akkusativen, akk