Αιτιατική στα ουγγρικά

Μετάφραση: αιτιατική, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tárgyeset, accusative, a tárgyeset, tárgyesetű, tárgyesettel
Αιτιατική στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιτιατική

αιτιατική ν, αιτιατική του ποσού, αιτιατική δοτική, αιτιατική πτώση, αιτιατική στα γερμανικά, αιτιατική λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αιτιατική στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • αισχρός στα ουγγρικά - makroszkopikus, összsúly, bruttó, érzéki, buja, pikáns, salacious
  • αιτία στα ουγγρικά - ügy, ok, oka, okát, okot, mert
  • αιτιολογία στα ουγγρικά - indoklás, érvelés, indokolás, érvelést, indokolása, érvelése
  • αιτιολογώ στα ουγγρικά - racionalizálása, racionalizálják, racionalizálni, ésszerűsíteni, racionalizálására
Τυχαίες λέξεις
Αιτιατική στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: tárgyeset, accusative, a tárgyeset, tárgyesetű, tárgyesettel