Αιτιατική στα λευκορωσικά

Μετάφραση: αιτιατική, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вінавальны, вінавальным
Αιτιατική στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιτιατική

αιτιατική ν, αιτιατική του ποσού, αιτιατική δοτική, αιτιατική πτώση, αιτιατική στα γερμανικά, αιτιατική λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αιτιατική στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • αισχρός στα λευκορωσικά - грубы, непрыстойны, непрыстойныя, непрыстойную
  • αιτία στα λευκορωσικά - рабiць, вёска, прынасiць, штурхаць, прычына, чыннік
  • αιτιολογία στα λευκορωσικά - развагі, разважанні, разважаньні, разважання
  • αιτιολογώ στα λευκορωσικά - рацыяналізаваць
Τυχαίες λέξεις
Αιτιατική στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: вінавальны, вінавальным