Αιτιατική στα φινλανδικά
Μετάφραση: αιτιατική, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
akkusatiivi, accusative, akkusatiivin, akkusatiivissa, akkusatiivia
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιτιατική
αιτιατική ν, αιτιατική του ποσού, αιτιατική δοτική, αιτιατική πτώση, αιτιατική στα γερμανικά, αιτιατική λεξικό γλώσσας φινλανδικά, αιτιατική στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- αισχρός στα φινλανδικά - paha, suunnaton, vastenmielinen, paatunut, iso, rivo, täydellinen, ...
- αιτία στα φινλανδικά - asia, tehdä, aiheuttaja, koitua, tuoda, peruste, järjellisyys, ...
- αιτιολογία στα φινλανδικά - syy, oikeutus, ymmärrys, perustelu, tolkku, vanhurskauttaminen, peruste, ...
- αιτιολογώ στα φινλανδικά - puolustella, järkeistää, järkeistämään, rationalisoida, järkeistämiseksi, järkiperäistää
Τυχαίες λέξεις
Αιτιατική στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: akkusatiivi, accusative, akkusatiivin, akkusatiivissa, akkusatiivia
Μεταφράσεις: akkusatiivi, accusative, akkusatiivin, akkusatiivissa, akkusatiivia