Αιτιατική στα ολλανδικά

Μετάφραση: αιτιατική, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
accusatief, accusativus, accusative, accusatieve, de accusatief
Αιτιατική στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιτιατική

αιτιατική ν, αιτιατική του ποσού, αιτιατική δοτική, αιτιατική πτώση, αιτιατική στα γερμανικά, αιτιατική λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αιτιατική στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αισχρός στα ολλανδικά - onvermengd, dik, hatelijk, puur, helder, schuin, obsceen, ...
  • αιτία στα ολλανδικά - veldtocht, beleggen, beweegreden, laten, proces, stichten, verloop, ...
  • αιτιολογία στα ολλανδικά - rechtvaardiging, reden, beweegreden, redelijkheid, verstand, oorzaak, redenering, ...
  • αιτιολογώ στα ολλανδικά - rationaliseren, te rationaliseren, rationalisatie, rationalisering, rationalisering van
Τυχαίες λέξεις
Αιτιατική στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: accusatief, accusativus, accusative, accusatieve, de accusatief