Ανοχή στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ανοχή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
толерантност, толеранс, търпимост, толерантността, отклонение
Ανοχή στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανοχή

ανοχή στη γλυκόζη, ανοχή λεξικό, ανοχή συνώνυμο, ανοχή στη διαφορετικότητα, ανοχή γλυκόζης, ανοχή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ανοχή στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ανοράκ στα βουλγαρικά - анораци, анораците, на анораци, якета, на анораците
  • ανοσία στα βουλγαρικά - имунитет, имунитета, освобождаване, на имунитета
  • ανούσιος στα βουλγαρικά - отвратителен, неприятна, неприятен, неприятни, противен
  • αντέχω στα βουλγαρικά - стойка, щанд, стоя, поставка, понасям
Τυχαίες λέξεις
Ανοχή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: толерантност, толеранс, търпимост, толерантността, отклонение