Ανοχή στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ανοχή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tolerância, a tolerância, de tolerância, tolerância a, tolerância à
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοχή
ανοχή στη γλυκόζη, ανοχή λεξικό, ανοχή συνώνυμο, ανοχή στη διαφορετικότητα, ανοχή γλυκόζης, ανοχή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανοχή στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ανοράκ στα πορτογαλικά - anoraks, anoraques, blusões, dos anoraques
- ανοσία στα πορτογαλικά - imunidade, a imunidade, de imunidade, da imunidade, isenção
- ανούσιος στα πορτογαλικά - desagradável, repugnante, unsavory, insípido, repulsivo
- αντέχω στα πορτογαλικά - padecer, sustentar, resistir, continuar, durar, suportar, dotar, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανοχή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: tolerância, a tolerância, de tolerância, tolerância a, tolerância à
Μεταφράσεις: tolerância, a tolerância, de tolerância, tolerância a, tolerância à