Ανοχή στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανοχή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tolerantie, verdraagzaamheid, de tolerantie, tolerance, tolerantie van
Ανοχή στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανοχή

ανοχή στη γλυκόζη, ανοχή λεξικό, ανοχή συνώνυμο, ανοχή στη διαφορετικότητα, ανοχή γλυκόζης, ανοχή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανοχή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανοράκ στα ολλανδικά - anoraks, blousons, jassen, anorakken, jacks
  • ανοσία στα ολλανδικά - onvatbaarheid, immuniteit, de immuniteit, onschendbaarheid, immuniteit van, vrijstelling
  • ανούσιος στα ολλανδικά - flauw, onverkwikkelijk, onsmakelijk, onsmakelijke, unsavory, onfrisse
  • αντέχω στα ολλανδικά - velen, aanhouden, doorstaan, verdragen, uitstaan, voortduren, lijden, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανοχή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: tolerantie, verdraagzaamheid, de tolerantie, tolerance, tolerantie van