Ανοχή στα σουηδικά
Μετάφραση: ανοχή, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tolerans, toleransen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοχή
ανοχή στη γλυκόζη, ανοχή λεξικό, ανοχή συνώνυμο, ανοχή στη διαφορετικότητα, ανοχή γλυκόζης, ανοχή λεξικό γλώσσας σουηδικά, ανοχή στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ανοράκ στα σουηδικά - anoraker, av anoraker, till anoraker, anoraker men
- ανοσία στα σουηδικά - immunitet, immuniteten, immunitets, immunitet som
- ανούσιος στα σουηδικά - fadd, osmaklig, motbjudande, tvivelaktiga, unsavory, tvivelaktigt
- αντέχω στα σουηδικά - uthärda, tåla, utstå, vara, lida, hålla, stå, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανοχή στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: tolerans, toleransen
Μεταφράσεις: tolerans, toleransen