Ανοχή στα ουγγρικά
Μετάφραση: ανοχή, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tolerancia, kímélet, a tolerancia, toleranciát, tűrés, tűréshatár
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοχή
ανοχή στη γλυκόζη, ανοχή λεξικό, ανοχή συνώνυμο, ανοχή στη διαφορετικότητα, ανοχή γλυκόζης, ανοχή λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ανοχή στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ανοράκ στα ουγγρικά - anorák, -anorák, anorákok, az anorák, anorákkal
- ανοσία στα ουγγρικά - mentesség, immunitás, mentelmi, mentességet, immunitást
- ανούσιος στα ουγγρικά - kellemetlen, rossz, gusztustalan, visszataszító, gusztustalan ügy
- αντέχω στα ουγγρικά - állvány, áll, állni, állnak, álljon
Τυχαίες λέξεις
Ανοχή στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: tolerancia, kímélet, a tolerancia, toleranciát, tűrés, tűréshatár
Μεταφράσεις: tolerancia, kímélet, a tolerancia, toleranciát, tűrés, tűréshatár