Αποκληρώνω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αποκληρώνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лишавам от наследство, изтребя, лиши от наследство
Αποκληρώνω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκληρώνω

αποκληρώνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αποκληρώνω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αποκλειστικός στα βουλγαρικά - изключителен, изключителна, изключителната, изключително, изключителното
  • αποκλειστικότητα στα βουλγαρικά - изключителност, изключителността, ексклузивност, изключителните права, недостъпност
  • αποκολλώ στα βουλγαρικά - отлепвам, Отлепва, Отлепва се, Отлепват се, Отлепват
  • αποκοπή στα βουλγαρικά - стандарт, стандартен, стандартната, стандартна, стандартно
Τυχαίες λέξεις
Αποκληρώνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: лишавам от наследство, изтребя, лиши от наследство