Αποκληρώνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: αποκληρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onterven, te onterven, disinherit, het uitroeien
Αποκληρώνω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκληρώνω

αποκληρώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αποκληρώνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αποκλειστικός στα ολλανδικά - uitsluitend, exclusief, exclusieve, Exclusive, uitsluitende
  • αποκλειστικότητα στα ολλανδικά - exclusief, uitsluitend, exclusiviteit, de exclusiviteit, exclusiveness, alleenverkooprecht, exclusivisme
  • αποκολλώ στα ολλανδικά - unstick, los te maken, cilinder verder
  • αποκοπή στα ολλανδικά - standaard, norm, is standaard, standaard-
Τυχαίες λέξεις
Αποκληρώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onterven, te onterven, disinherit, het uitroeien