Αποκληρώνω στα ουκρανικά
Μετάφραση: αποκληρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
позбавляти спадщини
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποκληρώνω
αποκληρώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αποκληρώνω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αποκλειστικός στα ουκρανικά - крім, недоступний, виключний, винятковий, єдиний, ексклюзивний
- αποκλειστικότητα στα ουκρανικά - виключний, крім, недоступний, винятковий, єдиний, винятковість, виключність
- αποκολλώ στα ουκρανικά - відділіться, відчіпляти, роз'єднувати, роз'єднати, відклеювати, відклеюються, відклеюється, ...
- αποκοπή στα ουκρανικά - ампутація, стандарт
Τυχαίες λέξεις
Αποκληρώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: позбавляти спадщини
Μεταφράσεις: позбавляти спадщини