Αποκληρώνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αποκληρώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
deserdar, deserdá, disinherit, deserdaria
Αποκληρώνω στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκληρώνω

αποκληρώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αποκληρώνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αποκλειστικός στα πορτογαλικά - excluir, exclusivo, exclua, exclusive, exclusiva, exclusivos, exclusivas
  • αποκλειστικότητα στα πορτογαλικά - excluir, exclua, exclusivo, exclusividade, exclusivismo, a exclusividade, de exclusividade
  • αποκολλώ στα πορτογαλικά - destacar, desligar, destruição, descolar, arrancar, Arrancam, Descola, ...
  • αποκοπή στα πορτογαλικά - padrão, norma, padrão de, standard, normal
Τυχαίες λέξεις
Αποκληρώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: deserdar, deserdá, disinherit, deserdaria