Αποκληρώνω στα ιταλικά
Μετάφραση: αποκληρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diseredare, diseredato, distruggerò, diseredarlo, disinherit
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποκληρώνω
αποκληρώνω λεξικό γλώσσας ιταλικά, αποκληρώνω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αποκλειστικός στα ιταλικά - esclusivo, esclusiva, Exclusive, in esclusiva, esclusiva per
- αποκλειστικότητα στα ιταλικά - esclusivo, esclusività, l'esclusività, dell'esclusività, esclusivismo, di esclusività
- αποκολλώ στα ιταλικά - spiccare, scollare, staccare, Si stacca dal vetro, stacca dal vetro, unstick
- αποκοπή στα ιταλικά - amputazione, standard, norma, standard di, serie, livello
Τυχαίες λέξεις
Αποκληρώνω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: diseredare, diseredato, distruggerò, diseredarlo, disinherit
Μεταφράσεις: diseredare, diseredato, distruggerò, diseredarlo, disinherit