Αποκληρώνω στα γερμανικά

Μετάφραση: αποκληρώνω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
enterben, zu enterben, enterbt, Enterbung
Αποκληρώνω στα γερμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκληρώνω

αποκληρώνω λεξικό γλώσσας γερμανικά, αποκληρώνω στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • αποκλειστικός στα γερμανικά - ausschließlich, exklusiv, exklusiven, exklusive, ausschließliche
  • αποκλειστικότητα στα γερμανικά - ausschließlich, Ausschließlichkeit, Exklusivität
  • αποκολλώ στα γερμανικά - lösen, uNSTICK, abzuziehen, losmachen
  • αποκοπή στα γερμανικά - amputation, Standard, Norm
Τυχαίες λέξεις
Αποκληρώνω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: enterben, zu enterben, enterbt, Enterbung