Αποκληρώνω στα δανικά
Μετάφραση: αποκληρώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
udrydde
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποκληρώνω
αποκληρώνω λεξικό γλώσσας δανικά, αποκληρώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- αποκλειστικός στα δανικά - eksklusiv, eksklusive, eksklusivt, udelukkende, eneret
- αποκλειστικότητα στα δανικά - eksklusivitet, eksklusive karakter, unikhed, eneretten, indelukkethed
- αποκολλώ στα δανικά - løsrive, løsne, klæbebåndet løsnes, løsnes
- αποκοπή στα δανικά - standard, standarden
Τυχαίες λέξεις
Αποκληρώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: udrydde
Μεταφράσεις: udrydde